- διακλήρωσις
- (-εως) η распределение по жребию (участков земли)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακλήρωσις — allotment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακληρώσει — διακλήρωσις allotment fem nom/voc/acc dual (attic epic) διακληρώσεϊ , διακλήρωσις allotment fem dat sg (epic) διακλήρωσις allotment fem dat sg (attic ionic) διακληρόω assign by lot aor subj act 3rd sg (epic) διακληρόω assign by lot fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακληρώσεις — διακλήρωσις allotment fem nom/voc pl (attic epic) διακλήρωσις allotment fem nom/acc pl (attic) διακληρόω assign by lot aor subj act 2nd sg (epic) διακληρόω assign by lot fut ind act 2nd sg διακληρόω assign by lot aor subj act 2nd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακλήρωσιν — διακλήρωσις allotment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακλήρωση — η (AM διακλήρωσις, εως) [διακληρώ] διαίρεση και διανομή κτήματος σε κλήρους αρχ. 1. το ρίξιμο τών κλήρων 2. η τύχη … Dictionary of Greek
διακληρώσεων — διακληρώσεω̆ν , διακλήρωσις allotment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακληρώσεως — διακληρώσεω̆ς , διακλήρωσις allotment fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)